- αδρόμισθος
- -η, -ο (Α ἁδρόμισθος, -ον)νεοελλ.αυτός που παίρνει αδρή, μεγάλη αμοιβήαρχ.αυτός που παρέχει μεγάλα βραβεία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁδρός + μισθός.ΠΑΡ. νεοελλ. αδρομισθία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἁδρόμισθον — ἁδρόμισθος with large prizes masc/fem acc sg ἁδρόμισθος with large prizes neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδρομισθία — η [αδρόμισθος] αδρός, ικανοποιητικός, γενναίος μισθός, μεγάλη αμοιβή … Dictionary of Greek
αδρός — ή, ό (Α ἁδρός, ά, όν και ός, όν) 1. (κυρίως για καρπούς) μεστός, γεμάτος 2. παχύς, πυκνός 3. ογκώδης 4. έντονος, τραχύς, ισχυρός, σκληρός 5. μεγάλος, πολύς, άφθονος, πλούσιος αρχ. 1. βίαιος 2. (για πρόσωπα) ωραίος, σωματώδης 3. (για αβγά) αυτό… … Dictionary of Greek
μισθός — Όρος που χρησιμοποιείται στην οικονομική γλώσσα για τον χαρακτηρισμό της αμοιβής της εξαρτημένης εργασίας. Με την έννοια αυτή ο όρος έχει ευρύτερη σημασία από αυτήν με την οποία χρησιμοποιείται στην κοινή γλώσσα. Πράγματι, περιλαμβάνει, εκτός από … Dictionary of Greek